- φυματιολογία
- η(ιατρ.), ιατρική ειδικότητα για τη μελέτη και θεραπεία της φυματίωσης και ιδίως της πνευμονικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυματιολογία — η, Ν ιατρ. ειδικότητα τής ιατρικής με αντικείμενο τη μελέτη τής φυματίωσης, και κυρίως τών πνευμόνων, ειδικότητα που έχει αντικατασταθεί από την πνευμονολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυμάτιο + λογία*] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
φθισιολογία — η, Ν ιατρ. φυματιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phtisiologie < φθίση / ις + λογία*] … Dictionary of Greek
φυματιολογικός — ή, ό, Ν [φυματιολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυματιολογία ή στους φυματιολόγους («φυματιολογικό συνέδριο») … Dictionary of Greek
φυματιολόγος — ο, η, Ν γιατρός, ειδικευμένος στη φυματιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυμάτιο + λόγος*] … Dictionary of Greek
φθισιολογία — η η φυματιολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυματιολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυματιολογία ή το φυματιολόγο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)